υπεροξύπορος

υπεροξύπορος
-ον, Μ
1. ταχύς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπεροξύπορον
πάρα πολύ μεγάλη ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρ-* + ὀξυπόρος «δραστικός, ταχύς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”